- προκοπτικός
- -ή, -όν, Α [προκόπτω]αυτός που συντελεί στην προκοπή, ο επωφελής, ο χρήσιμος.επίρρ...προκοπτικῶς Α1. κατά τρόπο επωφελή2. προοδευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκοπτικόν — προκοπτικός advantageous masc acc sg προκοπτικός advantageous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοπτικαῖς — προκοπτικός advantageous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοπτικούς — προκοπτικός advantageous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοπτική — προκοπτικός advantageous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)